- τοπηγορία
- ἡ, Ασυζήτηση για κοινό τόπο, για κοινοτοπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ηγορία (< -ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγορία, με έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ., όπως και άλλα σύνθ. σε -ήγορος και -ηγορία, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ. τής λ. ἀγορά «συνάθροιση», αλλά τη σημ. τού ἀγορεύω «μιλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.